κβαντοδυφιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κβαντοδυφιακός < κβαντοδυφίο
Επίθετο επεξεργασία
κβαντοδυφιακός
- που έχει σχέση με κβαντοδυφίο ή κβαντοδυφία, που αφορά κβαντοδυφίο ή κβαντοδυφία
Επίρρημα: κβαντοδυφιακά
κβαντοδυφιακός
Επίρρημα: κβαντοδυφιακά