Δείτε επίσης: καῦκος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καύκος οι καύκοι
      γενική του καύκου των καύκων
    αιτιατική τον καύκο τους καύκους
     κλητική καύκε καύκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καύκος < μεσαιωνική ελληνική καῦκα < (ελληνιστική κοινήκαυκίον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική καῦκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καύκος αρσενικό

  • (παρωχημένο) αγαπητικός, εραστής
    Ἡ Ἀσημίνα, ἡ παλαιὰ νοικάρισσά της, τραγουδίστρα τὸ ἐπάγγελμα, ὅταν ἐξεκουμπίσθη κ᾽ ἔφυγε, τῆς ἐχρωστοῦσε τρία μηνιάτικα κ᾽ ἐννέα ἡμέρας. Καὶ τὰ μὲν ἔπιπλα, ὁποὺ ἔπρεπε κατὰ δίκαιον τρόπον νὰ τὰ ἐκχωρήσῃ εἰς τὴν σπιτονοικοκυράν, τὰ παρέδωκεν εἰς τὸν καῦκόν της, τὸν τελευταῖον ἀγαπητικόν της, ποὺ νὰ τσάκιζε τὸ πόδι της, νὰ μὴν εἶχε σώσει ποτέ… (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη)

  Μεταφράσεις επεξεργασία