καϊκάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καϊκάκι | τα | καϊκάκια |
γενική | του | καϊκακιού | των | καϊκακιών |
αιτιατική | το | καϊκάκι | τα | καϊκάκια |
κλητική | καϊκάκι | καϊκάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καϊκάκι < καΐκι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
καϊκάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
καϊκάκι
|