καψιμιτζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καψιμιτζής αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό, επάγγελμα) οπλίτης ή υπαξιωματικός που είναι ο πωλητής στο κέντρο ψυχαγωγίας στρατιωτικής μονάδας, το καψιμί
Μεταφράσεις επεξεργασία
καψιμιτζής
|