Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καψιμί ουδέτερο άκλιτο

  • ουσιαστικοποιημένη μορφή του αρκτικόλεξου ΚΨΜ

Συγγενικά επεξεργασία