καφρίλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καφρίλα | οι | καφρίλες |
γενική | της | καφρίλας | — | |
αιτιατική | την | καφρίλα | τις | καφρίλες |
κλητική | καφρίλα | καφρίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαφρίλα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καφρίλα
→ δείτε τις λέξεις ξιπασιά και αφιλοτιμία |