αφιλοτιμιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφιλοτιμιά | οι | αφιλοτιμιές |
γενική | της | αφιλοτιμιάς | των | αφιλοτιμιών |
αιτιατική | την | αφιλοτιμιά | τις | αφιλοτιμιές |
κλητική | αφιλοτιμιά | αφιλοτιμιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αφιλοτιμιά < αφιλοτιμία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφιλοτιμιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του αφιλοτιμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφιλοτιμιά
|