καφενόβιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
καφενόβιος, -α, -ο
- που περνάει μεγάλο μέρος του χρονου του στα καφενεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καφενόβιος
|