Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατιμάς οι κατιμάδες
      γενική του κατιμά των κατιμάδων
    αιτιατική τον κατιμά τους κατιμάδες
     κλητική κατιμά κατιμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατιμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική katma (πρόσθετο κομμάτι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατιμάς αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία