↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατεχολαμινεργικός η κατεχολαμινεργική το κατεχολαμινεργικό
      γενική του κατεχολαμινεργικού της κατεχολαμινεργικής του κατεχολαμινεργικού
    αιτιατική τον κατεχολαμινεργικό την κατεχολαμινεργική το κατεχολαμινεργικό
     κλητική κατεχολαμινεργικέ κατεχολαμινεργική κατεχολαμινεργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατεχολαμινεργικοί οι κατεχολαμινεργικές τα κατεχολαμινεργικά
      γενική των κατεχολαμινεργικών των κατεχολαμινεργικών των κατεχολαμινεργικών
    αιτιατική τους κατεχολαμινεργικούς τις κατεχολαμινεργικές τα κατεχολαμινεργικά
     κλητική κατεχολαμινεργικοί κατεχολαμινεργικές κατεχολαμινεργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατεχολαμινεργικός < αγγλική catecholaminergic < catecholamine + -ergic, Μορφολογικά αναλύεται σε κατεχολαμίν(η) + -εργικός

  Επίθετο

επεξεργασία

κατεχολαμινεργικός, -ή, -ό

  • (φαρμακευτική) που έχει τη λειτουργία της κατεχολαμίνης
    ※  Αυξημένη κατεχολαμινεργική δραστηριότητα στο υποδόριο λίπος και η συνεπακόλουθη τροποποίηση της περιεκτικότητας του σε κύτταρα φυσικής ανοσίας, όπως τα ηωσινόφιλα και τα πρόσφατα ταυτοποιημένα κύτταρα φυσικής ανοσίας (innate lymphoid cells-ILCs), υπέδειξαν συγκεκριμένους μηχανισμούς που συνδέονται με την ενεργοποίηση του μπεζ λιπώδους ιστικού αποθέματος (Μαρία Μωυσίδου, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2018 Ο ρόλος του ανοσοποιητικού συστήματος στη διατροφικής αιτιολογία λιπώδη διήθηση του ύπατος, [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία