κατερινιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατερινιώτικος < Κατερινιώτ(ης) + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίακατερινιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με την Κατερίνη ή τους κατοίκους της
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατερινιώτικος
|
κατερινιώτικος, -η, -ο
|