κατεξουσιασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατεξουσιασμός < κατεξουσιάζω + -μός < κατεξουσία < κατ- + αρχαία ελληνική ἐξουσία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατεξουσιασμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατεξουσιάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατεξουσιασμός
|