κατεξουσιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατεξουσιάζω < ελληνιστική κοινή κατεξουσιάζω < κατεξουσία < κατ- + αρχαία ελληνική ἐξουσία
Ρήμα
επεξεργασίακατεξουσιάζω (παθητική φωνή: κατεξουσιάζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- κατεξουσιασμένος
- κατεξουσιασμός
- → δείτε τις λέξεις κατά, εξουσιάζω και εξουσία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατεξουσιάζω | κατεξουσίαζα | θα κατεξουσιάζω | να κατεξουσιάζω | κατεξουσιάζοντας | |
β' ενικ. | κατεξουσιάζεις | κατεξουσίαζες | θα κατεξουσιάζεις | να κατεξουσιάζεις | κατεξουσίαζε | |
γ' ενικ. | κατεξουσιάζει | κατεξουσίαζε | θα κατεξουσιάζει | να κατεξουσιάζει | ||
α' πληθ. | κατεξουσιάζουμε | κατεξουσιάζαμε | θα κατεξουσιάζουμε | να κατεξουσιάζουμε | ||
β' πληθ. | κατεξουσιάζετε | κατεξουσιάζατε | θα κατεξουσιάζετε | να κατεξουσιάζετε | κατεξουσιάζετε | |
γ' πληθ. | κατεξουσιάζουν(ε) | κατεξουσίαζαν κατεξουσιάζαν(ε) |
θα κατεξουσιάζουν(ε) | να κατεξουσιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατεξουσίασα | θα κατεξουσιάσω | να κατεξουσιάσω | κατεξουσιάσει | ||
β' ενικ. | κατεξουσίασες | θα κατεξουσιάσεις | να κατεξουσιάσεις | κατεξουσίασε | ||
γ' ενικ. | κατεξουσίασε | θα κατεξουσιάσει | να κατεξουσιάσει | |||
α' πληθ. | κατεξουσιάσαμε | θα κατεξουσιάσουμε | να κατεξουσιάσουμε | |||
β' πληθ. | κατεξουσιάσατε | θα κατεξουσιάσετε | να κατεξουσιάσετε | κατεξουσιάστε | ||
γ' πληθ. | κατεξουσίασαν κατεξουσιάσαν(ε) |
θα κατεξουσιάσουν(ε) | να κατεξουσιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατεξουσιάσει | είχα κατεξουσιάσει | θα έχω κατεξουσιάσει | να έχω κατεξουσιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατεξουσιάσει | είχες κατεξουσιάσει | θα έχεις κατεξουσιάσει | να έχεις κατεξουσιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατεξουσιάσει | είχε κατεξουσιάσει | θα έχει κατεξουσιάσει | να έχει κατεξουσιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατεξουσιάσει | είχαμε κατεξουσιάσει | θα έχουμε κατεξουσιάσει | να έχουμε κατεξουσιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατεξουσιάσει | είχατε κατεξουσιάσει | θα έχετε κατεξουσιάσει | να έχετε κατεξουσιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατεξουσιάσει | είχαν κατεξουσιάσει | θα έχουν κατεξουσιάσει | να έχουν κατεξουσιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατεξουσιάζω
|