Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταχανάς οι καταχανάδες
      γενική του καταχανά των καταχανάδων
    αιτιατική τον καταχανά τους καταχανάδες
     κλητική καταχανά καταχανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταχανάς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταχανάς αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία