πειά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπειά
- (παρωχημένο) άλλη γραφή του πια
- ※ Δεν έκλαιγαν πειά. Η δυστυχία τους είχε αποβλακώσει (Μ. Καραγάτσης. «Από τον Καραβέλη στον Όλυμπο», Το συναξάρι των αμαρτωλών. [Αθήνα]: Γκοβόστης, [1935], σ. 120)
- ※ Επειδή δε μια φορά και έναν καιρό <καταχανεύανε> πολλοί πεθαμένοι, γι αυτό φέρανε χώμα από τον Άγιο Τάφο, το ρίξανε απάνω στα νεκροταφεία και έτσι δεν βρυκολάκιασε πειά κανένας («Oι καταχανάδες», λαογραφική καταγραφή του 1930, διαθέσιμη στο αποθετήριο του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών· πρόσβαση: 2020-12-09)