κατατοπισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατατοπισμός < κατατοπίζω + -μός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατατοπισμός θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατατοπίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις κατατοπίζω και τόπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατατοπισμός
|