κατασχέτις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατασχέτις | οι | κατασχέτιδες |
γενική | της | κατασχέτιδος (κατασχέτιδας) |
των | κατασχετίδων (κατασχέτιδων) |
αιτιατική | την | κατασχέτιδα | τις | κατασχέτιδες |
κλητική | κατασχέτι (κατασχέτις) | κατασχέτιδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατασχέτις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κατασχέτις < αρσενικό κατασχέτ(ης) + -ις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατασχέτις θηλυκό
- (λόγιο) θηλυκό του κατασχέτης, η κατασχέτρια
Πηγές
επεξεργασία- «κατασχέτης» (& κατασχέτις, κατασχέτρια) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- «κατασχέτης» (& θηλ. -τις) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .