↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατασχέτις οι κατασχέτιδες
      γενική της κατασχέτιδος
(κατασχέτιδας)
των κατασχετίδων
(κατασχέτιδων)
    αιτιατική την κατασχέτιδα τις κατασχέτιδες
     κλητική κατασχέτι (κατασχέτις) κατασχέτιδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασχέτις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κατασχέτις < αρσενικό κατασχέτ(ης) + -ις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατασχέτις θηλυκό