καταστιχογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταστιχογραφία < καταστιχογράφος + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταστιχογραφία θηλυκό
- (παρωχημένο, λογιστική) η εργασία του καταστιχογράφου, η καταχώριση οικονομικών συναλλαγών και γεγονότων
- ※ Η καταστιχογραφία περιλαμβάνει συνήθως μόνο την καταχώρηση των λογιστικών γεγονότων με έναν προκαθορισμένο τρόπο. [1]
Υπερώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταστιχογραφία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Παπαδέας, Π., 2015. Διοικητική λογιστική, σελ.10. Πρόσβαση 2021-07-31.