καταστιχογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαταστιχογράφος αρσενικό
- (παρωχημένο, λογιστική) που κρατά κι ενημερώνει τα κατάστιχα
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταστιχογράφος