Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καταπότι τα καταπότια
      γενική του καταποτιού των καταποτιών
    αιτιατική το καταπότι τα καταπότια
     κλητική καταπότι καταπότια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπότι < αρχαία ελληνική καταπότιον < καταπίνω < κατά + πίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.taˈpo.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐πό‐τι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταπότι ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) χάπι
    ※  Όλο και περισσεύουν οι τηλεοπτικές διαφημίσεις για κάθε είδους καταπότια, φάρμακα και σκευάσματα που υποτίθεται βελτιώνουν την υγεία μας. Εκτός απ’ αυτές που έχουν τη μορφή παρουσίασης, οπότε πάω πάσο (διότι με πείθουν ή όχι με δική μου ευθύνη), αφθονούν χάπια και σιρόπια που ευαγγελίζονται βελτίωση συμπτωμάτων. Ενίοτε με ευρηματικό τρόπο. Κινείται και η αγορά. Ωστόσο, στα περισσότερα, και ορθώς, «τρέχει» το λεγόμενο «σουπεράκι», δηλαδή μια ενημέρωση για τις πιθανές συνέπειες στην υγεία μας, ανάλογα με την κατάσταση του καθενός μας. Και καλά το «συμβουλευτείτε τον γιατρό σας». Σωστό και αποτελεσματικό. Εντούτοις, υπό μεγάλη ταχύτητα, «τρέχουν» και εξιδεικευμένες συστάσεις που ζητούν να προσέξουμε αν πάσχουμε από κάποιο πρόβλημα υγείας ή η ηλικία μας είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη από αυτήν κατά την οποία η κατάποση ενός σκευάσματος παύει να είναι ασφαλής. (εφ. Έθνος, 20.01.2019)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία