καταποτήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαταποτήρας αρσενικό
- (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) (υπόγειος) αγωγός βρομόνερων
- (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) καταβόθρα
- (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) δίνη
καταποτήρας αρσενικό