↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατακλείς αἱ κατακλεῖδες
      γενική τῆς κατακλεῖδος τῶν κατακλείδων
      δοτική τῇ κατακλεῖδ ταῖς κατακλεῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατακλεῖδ τὰς κατακλεῖδᾰς
     κλητική ! κατακλείς κατακλεῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατακλεῖδε
γεν-δοτ τοῖν  κατακλείδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «κατακλείς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακλείς < κατα- + κλείς (κλειδί)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατακλείς, -εῖδος θηλυκό

  1. κλειδί, εργαλείο για το κλείσιμο πόρτας
  2. (ελληνιστική σημασία)
    1. (ανατομία) συνώνυμο του ἀκρώμιον
    2. οι τελικές, συμπερασματικές φράσεις κειμένου, η κατακλείδα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία