καταβυθιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταβυθιστής < καταβυθίζω + -τής < αρχαία ελληνική καταβυθίζω < κατα- + βυθίζω < βυθός ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Dunker / Tunker)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταβυθιστής αρσενικό
- αυτός που καταβυθίζει
- (θρησκεία) οπαδός θρησκευτικής αίρεσης των βαπτιστών στη Γερμανία του 17ου αιώνα
- Ωστόσο, ξέχωρα από τις μισοκομμουνιστικές κοινότητες της πρώτης περιόδου, μια βαπτιστική αίρεση, οι λεγόμενοι «Καταβυθιστές» (γερμανικά: tunker, αγγλικά: dunckards, ολλανδικά: dompelaers), εξακολουθεί μέχρι σήμερα να καταδικάζει τη μόρφωση και κάθε μορφή ιδιοκτησίας πέρα από τα απαραίτητα για τη ζωή. (Μαξ Βέμπερ, Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε., ISBN 978-960-469-701-4, σελ. 111)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καταβυθίζω, βυθίζω και βυθός
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Tunkers στην αγγλική Βικιπαίδεια