κασσάνδρειος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κασσάνδρειος < Κάσσανδρος + -ειος < ελληνιστική κοινή Κάσσανδρος
Επίθετο επεξεργασία
κασσάνδρειος, -α, -ο
- (ιστορία) που έχει σχέση με τον Κάσσανδρο ή αναφέρεται σʼ αυτόν
- ※ Τα συγκεκριμένα νομίσματα συχνά είναι επικεκομμένα στον αλεξάνδρειο τύπο κεφαλή νέου/ίππος, στοιχείο που υποδεικνύει ότι ο κασσάνδρειος τύπος διαδέχθηκε τον αντίστοιχο του Αλεξάνδρου στη νομισματική κυκλοφορία του βασιλείου. (Η αγροικία στη θέση «Κομπολόι» στην πεδινή χώρα των Λειβήθρων: Νομισματική μαρτυρία, σελ. 77)
Συγγενικά επεξεργασία
- μετακασσάνδρειος
- προκασσάνδρειος
- → δείτε τη λέξη Κάσσανδρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κασσάνδρειος
|