Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κασμιρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κασμιρικ
ός
η
κασμιρικ
ή
το
κασμιρικ
ό
γενική
του
κασμιρικ
ού
της
κασμιρικ
ής
του
κασμιρικ
ού
αιτιατική
τον
κασμιρικ
ό
την
κασμιρικ
ή
το
κασμιρικ
ό
κλητική
κασμιρικ
έ
κασμιρικ
ή
κασμιρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κασμιρικ
οί
οι
κασμιρικ
ές
τα
κασμιρικ
ά
γενική
των
κασμιρικ
ών
των
κασμιρικ
ών
των
κασμιρικ
ών
αιτιατική
τους
κασμιρικ
ούς
τις
κασμιρικ
ές
τα
κασμιρικ
ά
κλητική
κασμιρικ
οί
κασμιρικ
ές
κασμιρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κασμιρικός
<
Κασμίρ
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
κασμιρικός
ο σχετικός με Κασμίρ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κασμιρικός