↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κασμιρικός η κασμιρική το κασμιρικό
      γενική του κασμιρικού της κασμιρικής του κασμιρικού
    αιτιατική τον κασμιρικό την κασμιρική το κασμιρικό
     κλητική κασμιρικέ κασμιρική κασμιρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κασμιρικοί οι κασμιρικές τα κασμιρικά
      γενική των κασμιρικών των κασμιρικών των κασμιρικών
    αιτιατική τους κασμιρικούς τις κασμιρικές τα κασμιρικά
     κλητική κασμιρικοί κασμιρικές κασμιρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κασμιρικός < Κασμίρ + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

κασμιρικός

  • ο σχετικός με Κασμίρ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία