καρούτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρούτα | οι | καρούτες |
γενική | της | καρούτας | των | καρουτών |
αιτιατική | την | καρούτα | τις | καρούτες |
κλητική | καρούτα | καρούτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρούτα < αλβανική karrute < σλαβικής προέλευσης koryto
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈɾu.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρού‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρούτα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρούτα
|
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- καρούτα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)