Καρούτες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Καρούτες | ||
γενική | των | Καρουτών | ||
αιτιατική | τις | Καρούτες | ||
κλητική | Καρούτες | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καρούτες < καθαρεύουσα Καρούται < πληθυντικός αριθμός του καρούτα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈɾu.tes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρού‐τες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρούτες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό