↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρκινολογικός η καρκινολογική το καρκινολογικό
      γενική του καρκινολογικού της καρκινολογικής του καρκινολογικού
    αιτιατική τον καρκινολογικό την καρκινολογική το καρκινολογικό
     κλητική καρκινολογικέ καρκινολογική καρκινολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρκινολογικοί οι καρκινολογικές τα καρκινολογικά
      γενική των καρκινολογικών των καρκινολογικών των καρκινολογικών
    αιτιατική τους καρκινολογικούς τις καρκινολογικές τα καρκινολογικά
     κλητική καρκινολογικοί καρκινολογικές καρκινολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρκινολογικός < καρκινολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

καρκινολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία