καρδιοχειρούργος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρδιοχειρούργος < καρδιο- + χειρούργος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaɾ.ði.o.çiˈɾuɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐δι‐ο‐χει‐ρούρ‐γος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρδιοχειρούργος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του καρδιοχειρουργός (με μετακίνηση τόνου)
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρδιοχειρούργος
|
Πηγές
επεξεργασία- καρδιοχειρούργος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)