↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρβούνισμα τα καρβουνίσματα
      γενική του καρβουνίσματος των καρβουνισμάτων
    αιτιατική το καρβούνισμα τα καρβουνίσματα
     κλητική καρβούνισμα καρβουνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρβούνισμα < καρβουνίζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρβούνισμα[1] ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία