καρβουνίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
καρβουνίζω[1]
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καρβουνίζω | καρβούνιζα | θα καρβουνίζω | να καρβουνίζω | καρβουνίζοντας | |
β' ενικ. | καρβουνίζεις | καρβούνιζες | θα καρβουνίζεις | να καρβουνίζεις | καρβούνιζε | |
γ' ενικ. | καρβουνίζει | καρβούνιζε | θα καρβουνίζει | να καρβουνίζει | ||
α' πληθ. | καρβουνίζουμε | καρβουνίζαμε | θα καρβουνίζουμε | να καρβουνίζουμε | ||
β' πληθ. | καρβουνίζετε | καρβουνίζατε | θα καρβουνίζετε | να καρβουνίζετε | καρβουνίζετε | |
γ' πληθ. | καρβουνίζουν(ε) | καρβούνιζαν καρβουνίζαν(ε) |
θα καρβουνίζουν(ε) | να καρβουνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καρβούνισα | θα καρβουνίσω | να καρβουνίσω | καρβουνίσει | ||
β' ενικ. | καρβούνισες | θα καρβουνίσεις | να καρβουνίσεις | καρβούνισε | ||
γ' ενικ. | καρβούνισε | θα καρβουνίσει | να καρβουνίσει | |||
α' πληθ. | καρβουνίσαμε | θα καρβουνίσουμε | να καρβουνίσουμε | |||
β' πληθ. | καρβουνίσατε | θα καρβουνίσετε | να καρβουνίσετε | καρβουνίστε | ||
γ' πληθ. | καρβούνισαν καρβουνίσαν(ε) |
θα καρβουνίσουν(ε) | να καρβουνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καρβουνίσει | είχα καρβουνίσει | θα έχω καρβουνίσει | να έχω καρβουνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καρβουνίσει | είχες καρβουνίσει | θα έχεις καρβουνίσει | να έχεις καρβουνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καρβουνίσει | είχε καρβουνίσει | θα έχει καρβουνίσει | να έχει καρβουνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καρβουνίσει | είχαμε καρβουνίσει | θα έχουμε καρβουνίσει | να έχουμε καρβουνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καρβουνίσει | είχατε καρβουνίσει | θα έχετε καρβουνίσει | να έχετε καρβουνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καρβουνίσει | είχαν καρβουνίσει | θα έχουν καρβουνίσει | να έχουν καρβουνίσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρβουνίζω
|
- ↑ καρβουνιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας