Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρβουνίζω < κάρβουνο + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

καρβουνίζω[1]

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία