↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καραϊβικός η καραϊβική το καραϊβικό
      γενική του καραϊβικού της καραϊβικής του καραϊβικού
    αιτιατική τον καραϊβικό την καραϊβική το καραϊβικό
     κλητική καραϊβικέ καραϊβική καραϊβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καραϊβικοί οι καραϊβικές τα καραϊβικά
      γενική των καραϊβικών των καραϊβικών των καραϊβικών
    αιτιατική τους καραϊβικούς τις καραϊβικές τα καραϊβικά
     κλητική καραϊβικοί καραϊβικές καραϊβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καραϊβικός < Καραϊβ(ική) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

καραϊβικός -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία