καπνοπαραγωγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπνοπαραγωγικός < καπνοπαραγωγ(ή) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίακαπνοπαραγωγικός, -ή, -ό
- σχετικός με την καπνοπαραγωγή
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπνοπαραγωγικός
|
καπνοπαραγωγικός, -ή, -ό
|