καπνοθάλαμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπνοθάλαμος < καπνός + -ο- + θάλαμος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική boîte à fumée[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπνοθάλαμος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Smokebox στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπνοθάλαμος
- ↑ καπνοθάλαμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας