↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καπνοθάλαμος οι καπνοθάλαμοι
      γενική του καπνοθαλάμου
καπνοθάλαμου
των καπνοθαλάμων
    αιτιατική τον καπνοθάλαμο τους καπνοθαλάμους
καπνοθάλαμους
     κλητική καπνοθάλαμε καπνοθάλαμοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καπνοθάλαμος < καπνός + -ο- + θάλαμος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική boîte à fumée[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καπνοθάλαμος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Smokebox στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία