Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καπλάντισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καπλάντισμα
τα
καπλαντίσμα
τ
α
γενική
του
καπλαντίσμα
τ
ος
των
καπλαντισμά
τ
ων
αιτιατική
το
καπλάντισμα
τα
καπλαντίσμα
τ
α
κλητική
καπλάντισμα
καπλαντίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καπλάντισμα
<
καπλαντίζ(ω)
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καπλάντισμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
του
καπλαντίζω
το
ντύσιμο
ενός υλικού με
καπλαμά
το
ντύσιμο
ενός
παπλώματος
με
σεντόνι
ή άλλο
υλικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καπλάντισμα