↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπιταλιστικοποίηση οι καπιταλιστικοποιήσεις
      γενική της καπιταλιστικοποίησης* των καπιταλιστικοποιήσεων
    αιτιατική την καπιταλιστικοποίηση τις καπιταλιστικοποιήσεις
     κλητική καπιταλιστικοποίηση καπιταλιστικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καπιταλιστικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καπιταλιστικοποίηση < καπιταλιστικός + -ο- + -ποίηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καπιταλιστικοποίηση θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία