καπελάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπελάρισμα < καπελάρω + -ισμα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική capelage)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπελάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καπελάρω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Capelage στη γαλλική Βικιπαίδεια