Δείτε επίσης: Κανταρτζής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κανταρτζής οι κανταρτζήδες
      γενική του κανταρτζή των κανταρτζήδων
    αιτιατική τον κανταρτζή τους κανταρτζήδες
     κλητική κανταρτζή κανταρτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κανταρτζής < καντάρ(ι) + -τζής, (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (τουρκική kantarcı: αυτός που στο παζάρι ζυγίζει τα αγαθά και εισπράττει τον φόρο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανταρτζής αρσενικό
  • (επάγγελμα, παρωχημένο) ζυγιστής που χρησιμοποιούσε καντάρι
    ※  Οι κανταρτζήδες ή κανταριστές ήταν οι άνθρωποι που ζύγιζαν με το καντάρι οτιδήποτε, αλλά κυρίως αγροτικά προϊόντα: κοφίνια με πεπόνια ή ντομάτες, δέματα καπνού (τέγκια), τσουβάλια με δημητριακά και άλλα πολλά.
    «Κανταρτζής», Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού (6 Δεκεμβρίου 2018)· πρόσβαση: 2023-07-15. Πηγή: Οδυσσέας Κουμαδωράκης, Στα χνάρια του χθες (Άργος: Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, 2010).

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία