κανταριστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κανταριστής αρσενικό
- (σπάνιο, επάγγελμα, παρωχημένο), συνώνυμο του κανταρτζής
- ※ Οι κανταρτζήδες ή κανταριστές ήταν οι άνθρωποι που ζύγιζαν με το καντάρι οτιδήποτε, αλλά κυρίως αγροτικά προϊόντα: κοφίνια με πεπόνια ή ντομάτες, δέματα καπνού (τέγκια), τσουβάλια με δημητριακά και άλλα πολλά.
- «Κανταρτζής», Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού (6 Δεκεμβρίου 2018)· πρόσβαση: 2023-07-15. Πηγή: Οδυσσέας Κουμαδωράκης, Στα χνάρια του χθες (Άργος: Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, 2010).
- ※ Οι κανταρτζήδες ή κανταριστές ήταν οι άνθρωποι που ζύγιζαν με το καντάρι οτιδήποτε, αλλά κυρίως αγροτικά προϊόντα: κοφίνια με πεπόνια ή ντομάτες, δέματα καπνού (τέγκια), τσουβάλια με δημητριακά και άλλα πολλά.
Μεταφράσεις επεξεργασία
κανταριστής
|