κανακάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακανακάρης αρσενικό (θηλυκό κανακάρισσα)
- αγόρι χαϊδεμένο ή και κακομαθημένο, που του κάνουν όλα τα χατίρια
- ※ Μαρέ γιε μου κανακάρη, / ποια γυναίκα θα σε πάρει, / ποια κυρά και ποια μαντόνα / θα σου πλένει τη σεντόνα; (δημοτικό νανούρισμα) [1]
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κανάκια