↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κανακάρης οι κανακάρηδες
      γενική του κανακάρη των κανακάρηδων
    αιτιατική τον κανακάρη τους κανακάρηδες
     κλητική κανακάρη κανακάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κανακάρης < κανάκ(ια) + -άρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κανακάρης αρσενικό (θηλυκό κανακάρισσα)

  • αγόρι χαϊδεμένο ή και κακομαθημένο, που του κάνουν όλα τα χατίρια
    ※  Μαρέ γιε μου κανακάρη, / ποια γυναίκα θα σε πάρει, / ποια κυρά και ποια μαντόνα / θα σου πλένει τη σεντόνα; (δημοτικό νανούρισμα) [1]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία