Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κανακάρισσα οι κανακάρισσες
      γενική της κανακάρισσας
    αιτιατική την κανακάρισσα τις κανακάρισσες
     κλητική κανακάρισσα κανακάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανακάρισσα < κανακάρ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανακάρισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κανακάρης