καμηλοκόμος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καμηλοκόμος | οἱ | καμηλοκόμοι | ||||
γενική | τοῦ | καμηλοκόμου | τῶν | καμηλοκόμων | ||||
δοτική | τῷ | καμηλοκόμῳ | τοῖς | καμηλοκόμοις | ||||
αιτιατική | τὸν | καμηλοκόμον | τοὺς | καμηλοκόμους | ||||
κλητική ὦ! | καμηλοκόμε | καμηλοκόμοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καμηλοκόμω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καμηλοκόμοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καμηλοκόμος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) (επάγγελμα) άτομο που εκτρέφει καμήλες
Πηγές επεξεργασία
- καμηλοκόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.