καμίνευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμίνευση | οι | καμινεύσεις |
γενική | της | καμίνευσης* | των | καμινεύσεων |
αιτιατική | την | καμίνευση | τις | καμινεύσεις |
κλητική | καμίνευση | καμινεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καμινεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καμίνευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καμινεύω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καμίνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμίνευση
|