καμινεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καμινεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καμινεύω
Ρήμα επεξεργασία
καμινεύω
- λιώνω μέταλλο στο καμίνι και το επεξεργάζομαι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμινεύω
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
καμινεύω
Πηγές επεξεργασία
- καμινεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καμινεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.