καλύβι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλύβι | τα | καλύβια |
γενική | του | καλυβιού | των | καλυβιών |
αιτιατική | το | καλύβι | τα | καλύβια |
κλητική | καλύβι | καλύβια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλύβι < μεσαιωνική ελληνική καλύβιν < (ελληνιστική κοινή) καλύβιον < αρχαία ελληνική καλύβη + -ιον (υποκοριστικό)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλύβι ουδέτερο
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλύβι
|