καλογνωμοσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλογνωμοσύνη < μεσαιωνική ελληνική καλογνωμοσύνη < ελληνιστική κοινή καλογνώμων + -οσύνη < αρχαία ελληνική καλός + γνώμη
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλογνωμοσύνη θηλυκό
- άλλη μορφή του καλογνωμιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλογνωμοσύνη
|