καληνυχτάκιας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καληνυχτάκιας | οι | καληνυχτάκηδες |
γενική | του | καληνυχτάκια | των | καληνυχτάκηδων |
αιτιατική | τον | καληνυχτάκια | τους | καληνυχτάκηδες |
κλητική | καληνυχτάκια | καληνυχτάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καληνυχτάκιας αρσενικό
- (προφορικό) (λαϊκότροπο) άνδρας που λέει «καληνύχτα», αφού συνοδέψει κάποια γυναίκα στο σπίτι της, αντί να κάνει κάποια ερωτική πρόταση ή κίνηση
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καληνυχτάκιας
|