καλαμόφυλλον
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλαμόφυλλον < ελληνιστική κοινή καλαμόφυλλον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλαμόφυλλον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- καλαμόφυλλον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | καλαμόφυλλον | τὰ | καλαμόφυλλᾰ | ||||
γενική | τοῦ | καλαμοφύλλου | τῶν | καλαμοφύλλων | ||||
δοτική | τῷ | καλαμοφύλλῳ | τοῖς | καλαμοφύλλοις | ||||
αιτιατική | τὸ | καλαμόφυλλον | τὰ | καλαμόφυλλᾰ | ||||
κλητική ὦ! | καλαμόφυλλον | καλαμόφυλλᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλαμοφύλλω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καλαμοφύλλοιν | ||||||
Κυρίως στον πληθυντικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλαμόφυλλον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλαμόφυλλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλαμόφυλλον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) το φύλλο του καλαμιού
- → και δείτε τη λέξη καλαμόφυλλο (νέα ελληνική)
Πηγές
επεξεργασία- καλαμόφυλλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.