Ετυμολογία

επεξεργασία
καλαμόφυλλον < ελληνιστική κοινή καλαμόφυλλον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλαμόφυλλον ουδέτερο



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ καλαμόφυλλον τὰ καλαμόφυλλ
      γενική τοῦ καλαμοφύλλου τῶν καλαμοφύλλων
      δοτική τῷ καλαμοφύλλ τοῖς καλαμοφύλλοις
    αιτιατική τὸ καλαμόφυλλον τὰ καλαμόφυλλ
     κλητική ! καλαμόφυλλον καλαμόφυλλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλαμοφύλλω
γεν-δοτ τοῖν  καλαμοφύλλοιν
Κυρίως στον πληθυντικό
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλαμόφυλλον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλαμόφυλλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλαμόφυλλον ουδέτερο