καλαμπουρτζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλαμπουρτζής < καλαμπούρ(ι) + -τζής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.la.buɾˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐μπουρ‐τζής
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλαμπουρτζής αρσενικό (θηλυκό καλαμπουρτζού)
- που του αρέσει να κάνει καλαμπούρια, πλακατζής
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλαμπουρτζής
|