↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κακότης αἱ κακότητες
      γενική τῆς κακότητος τῶν κακοτήτων
      δοτική τῇ κακότητ ταῖς κακότησ(ν)
    αιτιατική τὴν κακότητ τὰς κακότητᾰς
     κλητική ! κακότης κακότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κακότητε
γεν-δοτ τοῖν  κακοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακότης < κακό(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κακότης, -ητος θηλυκό

  1. κακία
  2. ανανδρία, δειλία
  3. μοχθηρία, πονηριά
  4. (γενικά) κακή κατάσταση, κακοδαιμονία, αθλιότητα